Δασύλλιος

Δασύλλιος
Δασύλλιος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δασύλλιος — Δασσύλιος, ο (Α) [δασύς] (προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • Δασύλλιον — Δασύλλιος masc/fem acc sg Δασύλλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dasyllivs — DASYLLIVS, i, Gr. Δασύλλιος, ου, ein Beynamen des Bacchus, unter welchem ihn die zu Megara verehreten. Pausan. Att. c. 43. p. 81 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”